- χαλκός
- Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68. Βρίσκεται στη φύση σε ελεύθερη κατάσταση (φυσικός χ.) ή σε μορφή ενώσεων στον χαλκοζίνη, χαλκοπυρίτη, χαλκίτη, μαλαχίτη, αζουρίτη και σε άλλα ορυκτά. Ο χ. ήταν γνωστός από την προϊστορική εποχή και χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους σε κράματα με τον κασσίτερο (μπρούντζος). Είναι μέταλλο ανοιχτοκόκκινο, πολύ ευήλατο, σφυρηλατήσιμο και ευλύγιστο· είναι ο καλύτερος αγωγός του ηλεκτρισμού και της θερμότητας μετά τον άργυρο· τήκεται στους 1083°C, βράζει στους 2595°C και έχει ειδικό βάρος 8,95. Παραμένει αναλλοίωτος στον ξηρό αέρα, αλλά όταν υπάρχει υγρασία καλύπτεται από ένα στρώμα βασικού ανθρακικού, που του προσδίδει μια χαρακτηριστική υποπράσινη επίστρωση και τον προστατεύει από περαιτέρω προσβολή· αντιδρά εν ψυχρώ με το νιτρικό οξύ και με τα οργανικά οξέα, ενώ στα άλλα αντιδρά δυσκολότερα· η αμμωνία σε παρουσία οξυγόνου τον διαλύει σχηματίζοντας το οξυαμμωνιούχο του χ., παράγωγο ικανό να διαλύσει την κυτταρίνη. Σχηματίζει ενώσεις με το θείο, τον άνθρακα, τα αλογόνα, τα κυανιούχα αλκάλια. Ελάχιστες ποσότητες χ. είναι απαραίτητες για τη ζωή σε πολλά είδη φυτών και ζώων, ενώ είναι ισχυρότατο δηλητήριο για τους κατώτερους οργανισμούς και γι’ αυτό χρησιμοποιείται ως αντικρυπτογαμικό. Περιέχεται, ως αιμοκυανίνη στα μαλάκια.
Ο χ. παρασκευάζεται κατά διαφόρους τρόπους, ανάλογα με το ορυκτό στο οποίο περιέχεται: αν βρίσκεται ως οξείδιο, αρκεί μια αναγωγή με άνθρακα· αν όμως ως αρχικό προϊόν λαμβάνεται ένα θετικό παράγωγο, είναι απαραίτητη μια μερική φρύξη για να ελαττωθεί η περιεκτικότητά του σε θείο. Οι διάφορες μέθοδοι δίνουν ακατέργαστο χ., ο οποίος καθαρίζεται, σχεδόν αποκλειστικά, με την ηλεκτρολυτική διαδικασία. Σε ένα ηλεκτρολυτικό λουτρό, στο οποίο περιέχεται αραιή διάλυση θειικού οξέος και θειικού χ., στην κάθοδο εναποτίθεται το καθαρό μέταλλο, ενώ οι ακαθαρσίες κατακαθίζουν στον πυθμένα (ανοδικά κατάλοιπα) ή παραμένουν στο διάλυμα, επειδή αποτελούνται από ιόντα περισσότερο ηλεκτροθετικά από τον χ.
Από τον χ. προκύπτουν δύο σειρές ενώσεων, εκείνες που προέρχονται από τον μονοσθενή και άλλες από τον δισθενή χ. Στις πρώτες, που είναι λίγο σταθερές και οξειδώνονται εύκολα, περιλαμβάνεται ο θειούχος χ. (Cu2S), το οξείδιο (Cu2O), που χρησιμοποιείται ως προστατευτικό χρώμα για τα ύφαλα μέρη των πλοίων και επειδή εμποδίζει τον σχηματισμό θαλάσσιας βλάστησης. Από τις σταθερότερες ενώσεις του χ. είναι το οξείδιο CuO, χρήσιμο στη βιομηχανία γυαλιού και σμάλτου, γιατί τους δίνει πρασινογάλαζα χρώματα. Ο θειούχος χ. (CuS) παρασκευάζεται με επίδραση του υδρόθειου στα άλατα του χ. Ο θειικός χ. (CuSO3), ή βιτριόλι, κρυσταλλώνεται με 5 μόρια ύδατος σε μεγάλους γαλαζωπούς κρυστάλλους και παρασκευάζεται αν επεξεργαστούμε το οξείδιο του χ. με θειικό οξύ· χρησιμοποιείται στη γεωργία ως αντικρυπτογαμικό, ως αντίδοτο στις δηλητηριάσεις από φωσφόρο και στη γαλβανοπλαστική. Ο αρσενικώδης χ. (CuHAsO3), βασικό άλας με λαμπρό πράσινο χρώμα, παρασκευάζεται από θειικό χ. και αρσενικώδες νάτριο· χρησιμοποιείται ως χρώμα και ως αντιπαρασιτικό.
Ο χ. σχηματίζει πολλά σημαντικά κράματα με διάφορα μέταλλα, όπως τον μπρούντζο (χ. και κασσίτερος), τον ορείχαλκο (χ. και ψευδάργυρος), το μέταλλο δέλτα (χ.-ψευδάργυρος-σίδηρος-μόλυβδος-μαγγάνιο), που παρουσιάζει μεγάλη αντοχή στην επίδραση του θαλασσινού νερού, το κράμα Ντεβάρντα (χ. – αλουμίνιο - ψευδάργυρος) κ.ά.
Τα κύρια κοιτάσματα χ. των Ηνωμένων Πολιτειών βρίσκονται στην Αριζόνα (Μορένσι, Άντζο, Γκλομπ, Ολντ Χατ, Μπίσμπι και Ρέι), στο Νέο Μεξικό (Σέντραλ), στη Μοντάνα (Μπατ), στη Γιούτα (Μπίνγκαμ) και στη Νεβάδα (Έλι). Στην πρώην Σοβιετική Ένωση, τα μεγαλύτερα κοιτάσματα βρίσκονται στο Ντεγκτγιάρσκ, στο Μεντνογκόρσκ, στο Κρασνουράλσκ, στην περιοχή των ορυχείων των Ουραλίων και στα Ντζεζκαζγκάν, Αλμαλίκ, Κουνράντσκι και Λενινιγκόρσκ στις κεντροασιατικές Δημοκρατίες. Στη Χιλή βγαίνει χ. από τα ορυχεία του Ελ Τενιέντε, της Τσουκικαμάτα και του Πορτερίλιος, στη Ζάμπια στα ορυχεία Τσαμπίσι, Λουάνσια και Μουφουλίρα, στον Καναδά στα κοιτάσματα της Μανιτόμπα (Λιν Λέικ και Φλιν Φλον), στο Οντάριο (Μάνιταουατζ, Σάντμπερι και Κόπερ Κλιφ), της Βρετανικής Κολομβίας (Μέριτ και Χάιλαντ Βάλεϊ) και του Κεμπέκ (Τσιμπουγκαμάου και Μάρντοχβιλ). Όσο για την παγκόσμια παραγωγή των χυτηρίων βρίσκονται επικεφαλής κατά σειρά: Ηνωμένες Πολιτείες και πρώην Σοβιετική Ένωση.
χ., εποχή του-. Στη νεότερη επιστημονική ορολογία γίνεται διάκριση μεταξύ εποχής του χ. και εποχής του ορείχαλκου (ή μπρούντζου). Στα ελληνικά όμως, ήδη από την αρχαιότητα, δεν γίνεται συνήθως αυτή η διάκριση. Έτσι και σήμερα ακόμα μιλάμε για χάλκινα αγάλματα ή χάλκινα νομίσματα, ενώ πρόκειται για μπρούντζινα. Ο ορείχαλκος ή μπρούντζος είναι
κράμα χ. και κασσίτερου, και αυτό το κράμα χρησιμοποιήθηκε σχεδόν πάντοτε. Η χρήση του καθαρού χ. ήταν πολύ περιορισμένη σε έκταση και κράτησε πολύ λίγο, τόσο γιατί το μέταλλο αυτό σπάνια παρουσιάζεται αμιγές, όσο και γιατί αμιγές έχει μειονεκτήματα σε σχέση με το κράμα του ορείχαλκου. Έτσι και ενώ, εδώ αναφέρεται εποχή χ., γίνεται κυρίως λόγος για την εποχή του μπρούντζου, δηλαδή του ορείχαλκου. Στην Εγγύς Ανατολή και στην Αίγυπτο το κράμα αυτό άρχισε να χρησιμοποιείται ήδη από τα τέλη της 4ης χιλιετίας π.Χ. Επειδή όμως με την ανακάλυψη του ορείχαλκου συνέπεσαν και άλλες ριζικές μεταβολές στη ζωή των λαών αυτών, όπως η ίδρυση των πρώτων πόλεων, η εμφάνιση των πρώτων δυναστειών και η εφεύρεση της γραφής, θεωρείται ότι η ιστορία αρχίζει την εποχή του χ.
Οι πρώτοι μεγάλοι πολιτισμοί που έφτασαν σε πλήρη ακμή κατά τη 2η χιλιετία π.Χ., ήταν, στην Ανατολή, οι πολιτισμοί της Μεσοποταμίας, της κοιλάδας του Ινδού και της περιοχής του Γάγγη, καθώς και ο πολιτισμός της Κίνας. Αλλά και στο Αιγαίο παρουσιάστηκε ανάλογο φαινόμενο: ακριβώς στις αρχές της εποχής του χ. σημειώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα η λαμπρή άνθηση του κρητομυκηναϊκού, του ελλαδικού, του κυκλαδικού πολιτισμού κλπ., οι οποίοι, με αυστηρή έννοια, δεν αποτελούν μέρος της προϊστορίας. Επομένως ο όρος εποχή του χ. αναφέρεται κυρίως στην ηπειρωτική Ευρώπη και στη δυτική Μεσόγειο. Εκεί η εποχή του χ. –ή του μπρούντζου– υποδιαιρείται στην αρχαία φάση (1800 – 1600 π.Χ.), στη μέση (1600 – 1300 π.Χ.), στη νεότερη (1300 – 1100 π.Χ.) και στην ύστερη φάση (1100 – 900 π.Χ.).
Κατά την αρχαία εποχή του χαλκού σημειώθηκε σημαντική τοπική ανάπτυξη της μεταλλουργίας, κυρίως στη λεκάνη του Δούναβη και στα Καρπάθια (πολιτισμός Άουνιετιτς και συγγενικές ομάδες) και στην Ισπανία (πολιτισμός του Ελ Αργκάρ). Το μεγαλειώδες αυτό φαινόμενο προήλθε από την άνθηση, κατά την προηγούμενη χαλκολιθική περίοδο, των πρώτων εμπορικών ανταλλαγών σε μεγάλη κλίμακα, που κάλυψαν σχεδόν ολόκληρη την Ευρώπη. Τεκμήριο αποτελεί το γεγονός ότι σε όλη σχεδόν την Ευρώπη εμφανίζεται στα χαλκολιθικά στρώματα ένα χαρακτηριστικό προϊόν τελείως ξεχωριστό, το κωδωνοειδές αγγείο, που ονομάστηκε έτσι από το ανοιχτό προς τα πάνω σχήμα του. Οι μεταφορείς του αγγείου αυτού ήταν και οι πρώτοι που εισήγαγαν σε πολλές περιοχές τα πρώτα χάλκινα αντικείμενα. Οι αρχαίες αυτές συναλλαγές απέκτησαν την εποχή του μπρούντζου μεγάλη ανάπτυξη, χάρη στη συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση χ. και κασσίτερου (καλάι) από τους πολιτισμένους λαούς του Αιγαίου. Ήταν φυσικό από το εμπόριο αυτό να ωφεληθούν οι λαοί που ζούσαν σε περιοχές πλούσιες σε κοιτάσματα χ. στην κεντρική Ευρώπη και στην Ισπανία. Οι περιοχές αυτές έτυχε ακόμα να βρίσκονται στον ηπειρωτικό και στον θαλάσσιο δρόμο, από τους οποίους μεταφερόταν ο κασσίτερος που προερχόταν κυρίως από τα βρετανικά νησιά.
Ένα άλλο όμως σημαντικό γεγονός με κοινωνικό χαρακτήρα συνέβαλε στη βαθιά μεταβολή της όψης της Ευρώπης κατά την πρώτη εποχή του μπρούντζου: οι νομάδες, βοσκοί μεγάλων κοπαδιών, της χαλκολιθικής Ευρώπης, άρχισαν σιγά σιγά να μεταβάλλονται σε σχετικά στάσιμη και μόνιμα εγκατεστημένη φυλή πολεμιστών, που επιβλήθηκαν στους ντόπιους γεωργικούς πληθυσμούς. Ο κύριος πόρος των ανθρώπων αυτών ήταν πιθανότατα η διατροφή ζώων, που ήταν η μόνη μορφή εύκολου πλούτου στους λιγότερο ανεπτυγμένους λαούς. Πράγματι, κατά την εποχή του ορείχαλκου φαίνεται πως η κτηνοτροφία έπαιζε πολύ σημαντικότερο ρόλο στην οικονομική ζωή από όσο παλαιότερα (π.χ. στον απενινικό πολιτισμό στην Ιταλία και στον πολιτισμό των τύμβων στην κεντρική Ευρώπη). Οι πολεμικοί αυτοί αρχηγοί ήταν φυσικά οι κυριότεροι αγοραστές χάλκινων όπλων και κοσμημάτων. Οι τάφοι τους, που πολλές φορές έχουν ηγεμονικό χαρακτήρα, προσέφεραν άφθονα κτερίσματα, όπου, ανάμεσα στα προϊόντα των εγχώριων τεχνιτών, βρίσκονται συχνά και αντικείμενα εμπνευσμένα από αντίστοιχα, περισσότερο πολιτισμένων λαών, όπως του Αιγαίου, ή και προϊόντα που είχαν ασφαλώς εισαχθεί. Διαδόθηκε, π.χ., σε διάφορες ευρωπαϊκές περιοχές η χρήση της λόγχης ή κοντού σπαθιού, όπλου διάτρησης, που μόνο αργότερα, στη νεότερη εποχή του χ., μεταμορφώθηκε στη μακριά σπάθα για κόψιμο· παρουσιάστηκαν επίσης κράνη από σφυρήλατο μπρούντζο. Αλλά μαζί με τα βιοτεχνικά προϊόντα (εκτός από τα όπλα και τα διακοσμητικά αντικείμενα, τα γραπτά αγγεία της Σικελίας και της νότιας Ιταλίας) που εισήχθησαν από το Αιγαίο κατά μήκος των δρόμων μεταφοράς του χ., του κασσίτερου και του ήλεκτρου, διαδόθηκαν και άλλα στοιχεία, που αναφέρονταν στην ιδεολογική σφαίρα επιρροής και ιδιαίτερα στη θρησκευτική: έτσι εισχώρησε στην Ευρώπη η λατρεία του πέλεκη, καθώς και η λατρεία μιας αρσενικής θεότητας, που συμβολιζόταν με την παράσταση του ταύρου ή μόνο με κέρατα.
Εκτός από τα εξωτερικά αυτά κίνητρα, η εποχή του χ. στη δυτική Ευρώπη είχε και τις δικές της ανεξάρτητες εξελίξεις και εφευρέσεις, και δημιούργησε δικές της αξίες. Χαρακτηριστική, π.χ., είναι η περίπτωση της πόρπης, συμπληρώματος του ενδύματος, που ήταν εξάρτημα στενά συνδεδεμένο με την αμφίεση των λαών αυτών, και αναπτύχθηκε προοδευτικά από τις βελόνες που χρησιμοποιούσαν στη χαλκολιθική περίοδο για να στηρίζουν τα ενδύματά τους. Χαρακτηριστική τέχνη της κεντρικής Ευρώπης, αν και διαδόθηκε αργότερα παντού, είναι ακόμα η τέχνη του σφυρηλατημένου χ. και χρυσού, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην κατασκευή αγγείων. Αλλά στη βιοτεχνία των κεραμικών αγγείων επικράτησαν, κυρίως κατά την πρώτη και τη μέση εποχή του χ., οι ξεχωριστές τοπικές τάσεις, καταγόμενες από τις νεολιθικές παραδόσεις κάθε λαού που είχε τα δικά του σχήματα αγγείων και τους δικούς του διακοσμητικούς τρόπους. Τα κεραμικά αγγεία είναι οπωσδήποτε από τα σχετικά κατώτερα προϊόντα της εποχής αυτής: η ικανότητα των βιοτεχνών και το λεπτό γούστο φαίνεται να συγκεντρώνονται περισσότερο στην κατασκευή αντικειμένων από πολυτιμότερο υλικό (μέταλλο, κόκαλο, κεχριμπάρι) και στο γεγονός αυτό διακρίνεται ίσως η αρχή της κοινωνικής διαφοροποίησης. Στις νεότερες όμως φάσεις της εποχής του χ., αντί των μεμονωμένων τοπικών εξελίξεων, φαίνεται να επικράτησε η τάση προς μια ενιαία εξέλιξη. Έτσι παρουσιάστηκε στην κεντρική Ευρώπη, γύρω στον 13o αι. π.Χ., ο πολιτισμός των Πεδίων των Καλπών, που χαρακτηρίζεται από μεγάλους αγροτικούς οικισμούς, όπου είχαν επικρατήσει νέες θρησκευτικές μορφές και πρώτα πρώτα το έθιμο της καύσης των νεκρών και οι τελετουργίες που συνδέονταν με αυτό, όπως και μερικές ειδικές μορφές πήλινων αγγείων (καλπών) για τη φύλαξη της τέφρας και των οστών του νεκρού. Ο πολιτισμός των Πεδίων των Καλπών δεν άργησε να διαδοθεί στη Γαλλία, στην Ισπανία, στην Ιταλία και στη Βαλκανική. Το φαινόμενο αυτό της διάδοσης σε μεγάλη έκταση συνδέεται ίσως όχι μόνο με τις εμπορικές ανταλλαγές, αλλά και με πραγματικά μεγάλες μεταναστεύσεις λαών· αυτοί είναι ίσως οι λαοί της θάλασσας, για τους οποίους μιλούν μερικά αιγυπτιακά και χιττιτικά κείμενα που έφτασαν έως την εποχή μας.
Από την εκτεταμένη κίνηση πολιτιστικής ενοποίησης, από την ανανέωση και την ένταση των επαφών με την Ανατολή, πήρε την ώθηση η μεγάλη ευρωπαϊκή μεταλλουργία κατά τα τέλη της εποχής του χ. Οι τύποι των πορπών, των βελονών, των πελέκεων, των σπαθιών, των τσαπιών, των μαχαιριών, των λογχών, των κρανών και των θωράκων ακόμα, είναι σχετικά ομοιόμορφοι σε ένα μεγάλο μέρος της ηπείρου: αυτό είναι ασφαλώς έργο πλανόδιων μεταλλουργών που διέδωσαν τις νέες γνώσεις και τις νέες εφευρέσεις. Αναπτύχθηκε έπειτα μια πλούσια σειρά τελειοποιημένων εργαλείων, που επέτρεψαν, μεταξύ των άλλων, την εμφάνιση νέων, τελειότερων, μορφών καλλιέργειας, οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση των μεγάλων εθνικών πολιτισμών της εποχής του σιδήρου.
Χάλκινο άγαλμα του Μάνο Μπαντίνι. Μεσαιωνική περίοδος (φωτ. ΑΠΕ).
Το ιερό βιβλίο των Εβραίων διακοσμημένο με χαλκό και χρυσό 14ος αι. μ.Χ. (φωτ. ΑΠΕ).
Δείγματα τέχνης της εποχής του χαλκού. Πάνω κεραμικά από την περιοχή των Συρακουσών της Σικελίας και κάτω χάλκινα αντικείμενα από το λεγόμενο θησαυρό της Λοζέτα στη Μαγιόρκα.
Δείγματα τέχνης της εποχής του χαλκού. Πάνω κεραμικά από την περιοχή των Συρακουσών της Σικελίας και κάτω χάλκινα αντικείμενα από το λεγόμενο θησαυρό της Λοζέτα στη Μαγιόρκα.
Μικρός μαροκινός γυαλίζει, σε ειδικό μηχάνημα, χάλκινα σκεύη σε εργαστήριο της πόλης Φεζ (φωτ. ΑΠΕ).
Συντηρητής αποκαθιστά χάλκινο αντικείμενο που βρέθηκε σε αρχαιολογικό χώρο στη Νεκρά Θάλασσα (φωτ. ΑΠΕ).
Αρχαιολόγος αποκαλύπτει χάλκινο σπαθί και εργαλεία κατά την ανασκαφή τάφου στο Χάλστατ (φωτ. ΑΠΕ).
Φάση ηλεκτρολυτικού καθαρισμού που αποτελεί την τελική επεξεργασία σε διάφορες μεθόδους, που εφαρμόζονται για την εξαγωγή του μετάλλου.
Δείγματα φυσικού χαλκού.
* * *ο, ΝΜΑελατό, όλκιμο και ευκατέργαστο με σφυρηλασία μέταλλο, κιτρινέρυθρου ώς ροδέρυθρου χρώματος, κν. μπακίρινεοελλ.1. χημ. μεταλλικό χημικό στοιχείο μετάπτωσης, με σύμβολο Cu και ατομικό αριθμό 29, που ανήκει στην ομάδα Ib τού περιοδικού συστήματος (α. «θειούχος χαλκός» β. «ανθρακικός χαλκός»)2. φρ. α) «αυτοφυής χαλκός»(ορυκτ.) χαλκός που απαντά σε αυτοφυή κατάσταση στη φύση, γεγονός που συνετέλεσε στην ευρεία χρησιμοποίησή του από τον άνθρωπο, από τους αρχαιότατους χρόνουςβ) «θειικός χαλκός»χημ. θειικό άλας τού δισθενούς χαλκού, η ένυδρη μορφή τού οποίου είναι γνωστή και ως γαλαζόπετραγ) «εποχή τού Χαλκού»αρχ.φάση στην εξέλιξη τού υλικού πολιτισμού τού ανθρώπου, που ακολούθησε την εποχή τού Λίθου και η οποία στην Ελλάδα άρχισε πριν από το 3000 π.Χ.αρχ.1. καθετί που είναι κατασκευασμένο από χαλκό2. (ειδικά) χάλκινο όπλο και, γενικά, χάλκινος οπλισμός («χαλκὸς γὰρ χαλκῷ συμμίξεται, αἵματι δ' Ἄρης πόντον φοινίξει», Ηρόδ.)3. (με περιλπτ. σημ.) α) σύνολο χάλκινων σκευών και άλλων αντικειμένων («θάλαμον... ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο», Ομ. Οδ.)β) χρήματα και, γενικά, περιουσία4. χάλκινο νόμισμα5. χάλκωμα6. βάρος ισοδύναμο με το ένα όγδοο τού οβολού7. φρ. α) «χαλκὸν ζώννυμαι»(για πολεμιστή) φορώ την πανοπλία (Ομ. Ιλ.)β) «ἄνθος χαλκοῦ» — σκωρία που πέφτει από τον χαλκό όταν αυτός ψύχεται (Ιπποκρ.)γ) «λεπὶς χαλκοῦ» — λεπίδα που αποχωρίζεται καθώς ο χαλκός σφυρηλατείται (Διοσκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ονομ. μετάλλου, η οποία απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. kako και αποτελεί, κατά την επικρατέστερη άποψη, δάνειο από κάποια γλώσσα —πιθανότατα ανατολική—, αφού άλλωστε και τη χρήση τού μετάλλου αυτού, καθώς και την τεχνική παρασκευής τού ορειχάλκου, την έμαθαν οι Έλληνες από κάποιον ξένο λαό τού ανατολικού χώρου (γνωστά είναι π.χ. τα ορυχεία χαλκού στην Κύπρο, πρβλ. λατ. cuprum «χαλκός» < Κύπρος). Ειδικότερα, η λ. χαλκός έχει ερμηνευθεί κατά καιρούς από διάφορους μελετητές ως δάνεια από τη Φοινικική, την Αραμαϊκή, τη Σουμεριακή (πρβλ. τον τ. kal.ga «ισχυρός [χαλκός]»), ενώ έχει προταθεί και η σύνδεση της με έναν τ. χεττιτ., αλλά και γενικά ανατολικό, hapalki- με σημ. «σίδηρος» (βλ. και λ. χάλυβας). Κατ' άλλη άποψη, η λ. χαλκός, λόγω τού κοκκινωπού χρώματος τού μετάλλου, μπορεί να συνδεθεί με τον, επίσης δάνειο, τ. κάλχη / χάλκη / χάλχη «το μαλάκιο πορφύρα, πορφυρή βαφή». Έχει, επίσης, υποστηριχθεί από άλλους μελετητές η αναγωγή της λ. σε ΙΕ ρίζα *ghel(ē)gh-, λ. που χρησιμοποιείται για διάφορα είδη μετάλλων, όπως είναι λ.χ. ο σίδηρος, ο χαλκός ή ο ορείχαλκος (πρβλ. ρωσ. železo και λιθουαν. geležis με σημ. «σίδηρος»). Η λ. χαλκός χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τόσο το ίδιο το μέταλλο όσο και τον ορείχαλκο, δηλαδή το κράμα τού μετάλλου αυτού με κασσίτερο, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τον ΙΕ τ. *aios- «μέταλλο, χαλκός, μπρούντζος» (πρβλ. και τα: αρχ. ινδ. ayas-, λατ. aes, γοτθ. aiz), ο οποίος δεν χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική.ΠΑΡ. χαλκεύς, χαλκίδα(-ίς), χάλκινος, χαλκίτιδα(-ίτις), χαλκούςαρχ.χαλκάς (ΙΙ), χαλκήεις, χαλκήρης, χαλκικός, χαλκίνδα, χαλκίον, χαλκίτης, χαλκύδριον, χαλκώ, χαλκώδηςαρχ.-μσν.χαλκεών, χαλκίζωμσν.χαλκέα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. λ. χαλκ[ο]-. (Β' συνθετικό) επίχαλκος, ολόχαλκος, ορείχαλκοςαρχ.αργυρόχαλκος, αριστόχαλκος, αυρόχαλκος, άχαλκος, γυιόχαλκος, έγχαλκος, εξάχαλκος, ευθύχαλκος, εύχαλκος, κατάχαλκος, μολυβδόχαλκος, πάγχαλκος, περίχαλκος, πολύχαλκος, σιδηρόχαλκος, υπόχαλκος, χρυσόχαλκος, ωρόχαλκοςνεοελλ.λευκόχαλκος].
Dictionary of Greek. 2013.